- ευεργής
- εὐεργής, -ές (Α)1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)2. εύκολος στην κατεργασία3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος4. αποτελεσματικός5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέαοι ευεργεσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].
Dictionary of Greek. 2013.